παρασκευάσματα

παρασκευάσματα
παρασκεύασμα
arrangement
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζυμαρικά — Παρασκευάσματα από σιμιγδάλι, σκληρά σιτηρά και νερό, τα οποία κόβονται σε διάφορα σχήματα και συνήθως ξεραίνονται προτού μαγειρευτούν σε βραστό νερό. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα. Οι Αιγύπτιοι και οι Κινέζοι τους έδιναν σχήμα μακριών και …   Dictionary of Greek

  • καλλυντικά — Παρασκευάσματα που χρησιμοποιούνται για την υγιεινή περιποίηση και τον καλλωπισμό του δέρματος, των νυχιών, των μαλλιών κλπ. Τα διάφορα κ. προσφέρονται στο εμπόριο με τη μορφή ελαίων, γαλακτωμάτων, αλοιφών (κρέμες), σκόνης (πούδρες), υδατικών ή… …   Dictionary of Greek

  • πυροτεχνήματα — Παρασκευάσματα από εύφλεκτες ύλες που, όταν αναφτούν παράγουν φως, κρότους ή πολύχρωμα φωτεινά σχήματα, που χρησιμοποιούνται για ποικίλους στρατιωτικούς σκοπούς, ως σήματα σε περίπτωση ομίχλης ή ως πυροτεχνήματα διασκέδασης σε γιορτές στο ύπαιθρο …   Dictionary of Greek

  • μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …   Dictionary of Greek

  • γεντιανίδες — Οικογένεια φυτών της τάξης των γεντιανιωδών ή τρεψιανθών (δικοτυλήδονα), με πολυάριθμα γένη ποωδών φυτών, που είναι χαρακτηριστικά των θερμών κυρίως περιοχών. Έχουν αντίθετα φύλλα και άνθη με στεφάνη συμπέταλη, σωληνοειδή, χοανοειδή, μοναχικά ή… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αδένωμα — Καλοήθης όγκος ενός αδένα που εμφανίζεται σε διάφορα αδενοφόρα όργανα (μαστοί, στομάχι, νεφρά, θυρεοειδής κλπ.). Ανάλογα με το μέρος όπου εμφανίζεται, παίρνει και την ονομασία του, όπως π.χ. προστατικό α., μαστικό α. κλπ. Τo α. πιέζει τους… …   Dictionary of Greek

  • ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • αξεθύμαστος — η, ο 1. (για ανθρώπους ή καταστάσεις) αυτός που δεν ξεθύμανε, δεν καταπραΰνθηκε, δεν έχασε την οξύτητά του 2. (κυρίως για οινοπνευματώδη παρασκευάσματα) αυτός του οποίου το οινόπνευμα δεν ελαττώθηκε με εξάτμιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”